Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
academic /ˌæk.əˈdem.ɪk/ = ADJECTIVE: ακαδημαϊκός; USER: ακαδημαϊκός, ακαδημαϊκή, ακαδημαϊκό, ακαδημαϊκών, ακαδημαϊκά

GT GD C H L M O
acquisition /ˌæk.wɪˈzɪʃ.ən/ = NOUN: απόκτηση, απόκτημα; USER: απόκτηση, εξαγορά, απόκτησης, αγορά, εξαγοράς

GT GD C H L M O
agility /ˈædʒ.aɪl/ = NOUN: ευκινησία, ευστροφία; USER: ευκινησία, ευελιξία, την ευκινησία, ευελιξίας, την ευελιξία

GT GD C H L M O
all /ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες; NOUN: το όλο; ADVERB: όλως; USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο

GT GD C H L M O
an /ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας; USER: ένα, μια, ένας, μία, η

GT GD C H L M O
analytics /ˌanlˈitiks/ = USER: analytics, αναλύσεων, αναλυτικά, Analytics για

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
application /ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση; USER: εφαρμογή, αίτηση, εφαρμογής, αίτησης, την εφαρμογή

GT GD C H L M O
architect /ˈɑː.kɪ.tekt/ = NOUN: αρχιτέκτων; USER: αρχιτέκτων, αρχιτέκτονα, αρχιτέκτονας, του αρχιτέκτονα, τον αρχιτέκτονα

GT GD C H L M O
are /ɑːr/ = NOUN: εκτάριο; VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι; USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι

GT GD C H L M O
array /əˈreɪ/ = NOUN: παράταξη, στολή; VERB: αραδιάζω, παρατάσσω, στολίζω; USER: παράταξη, σειρά, πίνακα, συστοιχία, ποικιλία

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
aspect /ˈæs.pekt/ = NOUN: άποψη, άποψις, όψις; USER: άποψη, πτυχή, πλευρά, όψη, στοιχείο

GT GD C H L M O
assignments /əˈsaɪn.mənt/ = NOUN: εκχώρηση, εντολή, ανάθεση εργασίας, ανατέθεν έργο; USER: αναθέσεις, εργασίες, εκχωρήσεις, αναθέσεων, αποστολές

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
bachelor /ˈbætʃ.əl.ər/ = ADJECTIVE: άγαμος; NOUN: απόφοιτος, εργενής, τελειόφοιτος; USER: άγαμος, Bachelor, πανεπιστημίου, πτυχίο, μπάτσελορ

GT GD C H L M O
base /beɪs/ = NOUN: βάση, θεμέλιο, χαμερπής, πέδιλο σιδηροτροχίας, βάση δύναμης αριθμού; VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση; USER: βάση, βάσης, βάσεως, βασικό, βασική

GT GD C H L M O
broad /brɔːd/ = ADJECTIVE: ευρύς, πλατύς, φαρδύς, μέγας; USER: ευρύς, ευρεία, ευρύ, ευρείας, γενικές

GT GD C H L M O
building /ˈbɪl.dɪŋ/ = NOUN: κτίριο, οικοδομή; USER: κτίριο, κτιρίου, κτήριο, οικοδόμηση, κτηρίου

GT GD C H L M O
business /ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση; USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις

GT GD C H L M O
businesses /ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση; USER: επιχειρήσεις, επιχειρήσεων, τις επιχειρήσεις, οι επιχειρήσεις, των επιχειρήσεων

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
can /kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές; USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν

GT GD C H L M O
candidate /ˈkæn.dɪ.dət/ = NOUN: υποψήφιος; USER: υποψήφιος, υποψήφιες, υποψηφίων, υποψήφια, υποψήφιο

GT GD C H L M O
center /ˈsen.tər/ = NOUN: κέντρο, κέντρο; VERB: συγκεντρώνω, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνω, κεντράρω, κεντράρω; USER: κέντρο, κέντρο της, κέντρου, πόλης, το κέντρο

GT GD C H L M O
certainly /ˈsɜː.tən.li/ = ADVERB: σίγουρα, ασφαλώς, βεβαίως, βέβαια, φυσικά, μάλιστα; USER: σίγουρα, ασφαλώς, βεβαίως, βέβαια, βέβαιο

GT GD C H L M O
challenging /ˈCHalənj/ = VERB: προκαλώ; USER: αμφισβήτηση, πρόκληση, αμφισβητώντας, προκλητική, δύσκολο

GT GD C H L M O
chief /tʃiːf/ = NOUN: αρχηγός, σεφ, πρωτεύων; ADJECTIVE: κύριος, προϊστάμενος, πρώτιστος; USER: αρχηγός, προϊστάμενος, κύριος, επικεφαλής, διευθύνων

GT GD C H L M O
cio /ˌsiːaɪˈem/ = USER: CIO, υποστήριξης της κοινωνικο, CIO της, ΕΔΔ

GT GD C H L M O
collaboration /kəˌlæb.əˈreɪ.ʃən/ = NOUN: συνεργασία, σύμπραξη; USER: συνεργασία, συνεργασίας, τη συνεργασία, της συνεργασίας, σύμπραξη

GT GD C H L M O
companies /ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή; USER: εταιρείες, επιχειρήσεις, εταιρίες, οι εταιρείες, εταιρειών

GT GD C H L M O
company /ˈkʌm.pə.ni/ = NOUN: εταιρεία, παρέα, συντροφιά, όμιλος, λόχος, συναναστροφή; USER: εταιρεία, εταιρείας, εταιρία, επιχείρηση, εταιρίας

GT GD C H L M O
completed /kəmˈpliːt/ = ADJECTIVE: ολοκληρώθηκε το; USER: ολοκληρώθηκε, ολοκληρωθεί, συμπληρωθεί, ολοκληρωθούν

GT GD C H L M O
comprised /kəmˈpraɪz/ = VERB: περιλαμβάνω, περιέχω, συμπεριλαμβάνω; USER: αποτελείται, αποτελούνται, περιελάμβανε, που αποτελείται, περιλαμβάνει

GT GD C H L M O
computer /kəmˈpjuː.tər/ = NOUN: ηλεκτρονικός υπολογιστής; USER: ηλεκτρονικός υπολογιστής, υπολογιστή, υπολογιστής, τον υπολογιστή, υπολογιστών

GT GD C H L M O
content /kənˈtent/ = NOUN: περιεχόμενο, περιεκτικότητα, ευχαρίστηση; ADJECTIVE: ικανοποιημένος, ευχαριστημένος; VERB: ευχαριστώ, ικανοποιώ; USER: περιεχόμενο, περιεκτικότητα, περιεχομένου, περιεκτικότητα σε, το περιεχόμενο

GT GD C H L M O
corporate /ˈkɔː.pər.ət/ = ADJECTIVE: εταιρικός, συντεχνιακός, συλλογικός, συνεταιρικός, συσσωματωμένος, ηνωμένος, σωματειακός; USER: εταιρικός, εταιρική, εταιρικής, εταιρικών, την εταιρική

GT GD C H L M O
council /ˈkaʊn.səl/ = NOUN: συμβούλιο, σύγκλητος; USER: συμβούλιο, Συμβουλίου, του Συμβουλίου, του

GT GD C H L M O
curriculum /kəˈrɪk.jʊ.ləm/ = NOUN: διδακτέα ύλη, πρόγραμμα μαθημάτων, σειρά μαθημάτων, σειρά σπουδών; USER: διδακτέα ύλη, πρόγραμμα μαθημάτων, πρόγραμμα σπουδών, προγράμματος σπουδών, σπουδών

GT GD C H L M O
custom /ˈkʌs.təm/ = NOUN: έθιμο, συνήθεια, έθος; USER: έθιμο, προσαρμοσμένη, προσαρμοσμένο, προσαρμοσμένες, προσαρμοσμένα

GT GD C H L M O
cyber /saɪ.bər-/ = USER: κυβερνοχώρο, στον κυβερνοχώρο, cyber, κυβερνοχώρου, κυβερνο

GT GD C H L M O
dashboard /ˈdæʃ.bɔːd/ = NOUN: ταμπλό, πίνακας όργανων αυτοκίνητου, ταμπλό αυτοκίνητου, πίνακας όργανων αεροπλάνου; USER: ταμπλό, πίνακα εργαλείων, πίνακα οργάνων, ταμπλώ, ταμπλό του αυτοκινήτου

GT GD C H L M O
data /ˈdeɪ.tə/ = NOUN: δεδομένα, στοιχεία, στοιχείο, δεδομένο; USER: δεδομένα, στοιχεία, δεδομένων, στοιχείων, τα δεδομένα

GT GD C H L M O
dedicated /ˈded.ɪ.keɪ.tɪd/ = VERB: αφιερώνω, εγκαινιάζω; USER: αφιερωμένο, αφιερωμένη, αφιερωμένος, αφιερώνεται, αφιερωμένες

GT GD C H L M O
degrees /dɪˈɡriː/ = NOUN: βαθμός, πτυχίο, δίπλωμα, μοίρα, κοινωνική θέση, βαθμός συγκρίσεως, βαθμός θερμοκρασίας, μοίρα κύκλου; USER: μοίρες, πτυχία, βαθμούς, βαθμοί, βαθμών

GT GD C H L M O
delivery /dɪˈlɪv.ər.i/ = NOUN: διανομή, γέννα, τοκετός, απαγγελία, παράδοση εμπορεύματος, τρόπος ομιλίας; USER: διανομή, παράδοση, παράδοσης, την παράδοση, παροχή

GT GD C H L M O
designed /dɪˈzaɪn/ = VERB: σχεδιάζω; USER: σχεδιασμένα, σχεδιαστεί, σχεδιάστηκε, σχεδιασμένο, σχεδιασμένη

GT GD C H L M O
development /dɪˈvel.əp.mənt/ = NOUN: ανάπτυξη, εξέλιξη, αξιοποίηση, εμφάνιση; USER: ανάπτυξη, εξέλιξη, ανάπτυξης, την ανάπτυξη, της ανάπτυξης

GT GD C H L M O
different /ˈdɪf.ər.ənt/ = ADJECTIVE: διαφορετικός, αλλοιώτικος; USER: διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφόρων, διαφόρων

GT GD C H L M O
disciplines /ˈdɪs.ə.plɪn/ = NOUN: πειθαρχία, γυμνάζω; USER: κλάδους, κλάδων, επιστήμες, ειδικότητες, επιστημονικούς κλάδους

GT GD C H L M O
discusses /dɪˈskʌs/ = VERB: συζητώ; USER: συζητά, πραγματεύεται, ασχολείται με, ασχολείται, εξετάζει

GT GD C H L M O
do /də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; NOUN: ντο, υποδοχή; USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε

GT GD C H L M O
does /dʌz/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; USER: κάνει, δεν, έχει, το κάνει, σημαίνει, σημαίνει

GT GD C H L M O
during /ˈdjʊə.rɪŋ/ = PREPOSITION: κατά την διάρκεια; USER: κατά την διάρκεια, κατά, κατά τη διάρκεια, κατά τη διάρκεια της, διάρκεια, διάρκεια

GT GD C H L M O
e /iː/ = NOUN: μι; USER: ε, e, ηλεκτρονικού, Αποστολή e, ηλεκτρονικό

GT GD C H L M O
each /iːtʃ/ = PRONOUN: κάθε, έκαστος, πας; USER: κάθε, καθένα, κάθε μία, καθεμία, κάθε ένα, κάθε ένα

GT GD C H L M O
eagerness /ˈiː.ɡər/ = NOUN: προθυμία, ανυπομονησία, ζήλος; USER: προθυμία, ζήλος, ανυπομονησία, ζήλο, την προθυμία

GT GD C H L M O
emphasis /ˈem.fə.sɪs/ = NOUN: έμφαση; USER: έμφαση, υπογράμμιση, έμφασης, σημασία

GT GD C H L M O
employees /ɪmˈplɔɪ.iː/ = NOUN: υπάλληλος; USER: υπαλλήλους, εργαζόμενοι, οι εργαζόμενοι, εργαζομένων, εργαζόμενους

GT GD C H L M O
encourage /ɪnˈkʌr.ɪdʒ/ = VERB: ενθαρρύνω, εμψυχώνω; USER: ενθαρρύνω, ενθαρρύνει, ενθαρρύνουν, ενθάρρυνση, την ενθάρρυνση

GT GD C H L M O
engage /ɪnˈɡeɪdʒ/ = VERB: προσυμφωνώ, μισθώνω, ενασχολώ, ενασχολούμαι, συμπλέκομαι, αρραβωνιάζω; USER: ασκούν, εμπλακούν, συμμετάσχουν, συμμετέχουν, ασχολούνται

GT GD C H L M O
engineering /ˌenjəˈni(ə)r/ = NOUN: μηχανική; USER: μηχανική, μηχανικής, μηχανικού, μηχανικών, τεχνικής

GT GD C H L M O
erp = USER: erp, ΕΑΙ

GT GD C H L M O
establishing /ɪˈstæb.lɪʃ/ = VERB: ιδρύω, εγκαθιστώ, αποδεικνύω, καθιερώνω; USER: για τη θέσπιση, για την ίδρυση, θέσπιση, την ίδρυση, ίδρυση

GT GD C H L M O
examples /ɪɡˈzɑːm.pl̩/ = NOUN: παράδειγμα; USER: παραδείγματα, παραδειγμάτων, τα παραδείγματα, παραδείγματα που, δείγματα

GT GD C H L M O
expect /ɪkˈspekt/ = VERB: αναμένω, προσδοκώ; USER: αναμένω, περιμένετε, αναμένουν, περιμένουμε, περιμένουν

GT GD C H L M O
experience /ikˈspi(ə)rēəns/ = NOUN: εμπειρία, πείρα, πρακτική; VERB: λαμβάνω πείρα; USER: εμπειρία, πείρα, εμπειρίας, την εμπειρία, εμπειριών, εμπειριών

GT GD C H L M O
experiences /ikˈspi(ə)rēəns/ = NOUN: εμπειρία, πείρα, πρακτική; VERB: λαμβάνω πείρα; USER: εμπειρίες, εμπειρία, εμπειριών, την εμπειρία, τις εμπειρίες

GT GD C H L M O
experts /ˈek.spɜːt/ = NOUN: εμπειρογνώμονας, πραγματογνώμονας, εξπέρ; USER: εμπειρογνώμονες, εμπειρογνωμόνων, οι ειδικοί, ειδικοί, οι εμπειρογνώμονες

GT GD C H L M O
focused /ˈfəʊ.kəst/ = USER: επικεντρώθηκε, εστιάζεται, επικεντρώθηκαν, επικεντρώνεται, εστιασμένη

GT GD C H L M O
following /ˈfɒl.əʊ.ɪŋ/ = NOUN: εξής, παρακολούθηση, ακολουθία; ADJECTIVE: ακόλουθος; USER: εξής, μετά, μετά από, κατόπιν, μετά την, μετά την

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
fun /fʌn/ = NOUN: διασκέδαση, κέφι, αστείο; USER: διασκέδαση, διασκεδαστικό, τη διασκέδαση, διασκέδασης, διασκεδάσουν, διασκεδάσουν

GT GD C H L M O
future /ˈfjuː.tʃər/ = ADJECTIVE: μελλοντικός, μέλλων; NOUN: μέλλοντας, μέλλο; USER: μελλοντικός, μέλλον, μελλοντική, μελλοντικές, μελλοντικών

GT GD C H L M O
global /ˈɡləʊ.bəl/ = ADJECTIVE: καθολικός, σφαιρικός; USER: παγκόσμια, παγκόσμιο, παγκόσμιων, παγκόσμιες, παγκόσμιας

GT GD C H L M O
goal /ɡəʊl/ = NOUN: τέρμα, γκολ, τελικός σκοπός; USER: γκολ, τέρμα, στόχος, στόχο, στόχου

GT GD C H L M O
hard /hɑːd/ = ADVERB: σκληρά, δύσκολα, δυνατά; ADJECTIVE: σκληρός, δύσκολος, στρυφνός, χαλεπός, σταθερός, δριμύς; USER: σκληρά, σκληρός, δύσκολα, σκληρό, δύσκολο

GT GD C H L M O
have /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε

GT GD C H L M O
having /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχοντας, έχει, έχουν, που έχει, με, με

GT GD C H L M O
heavy /ˈhev.i/ = ADJECTIVE: βαρύς; USER: βαρύς, βαριά, βαρύ, βαρέων, βαρέα

GT GD C H L M O
help /help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός; VERB: βοηθώ; USER: βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, συμβάλει, συμβάλει

GT GD C H L M O
highlights /ˈhaɪ.laɪt/ = NOUN: ανταύγειες; USER: ανταύγειες, Highlights, τονίζει, Τα κυριότερα σημεία, αναδεικνύει

GT GD C H L M O
highly /ˈhaɪ.li/ = ADVERB: υψηλά, υψηλώς, μεγαλόπρεπα; USER: υψηλά, πολύ, ιδιαίτερα, εξαιρετικά, υψηλής

GT GD C H L M O
how /haʊ/ = ADVERB: πως; CONJUNCTION: πως, πόσον; USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο

GT GD C H L M O
i /aɪ/ = PRONOUN: εγώ; USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
include /ɪnˈkluːd/ = VERB: συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, συγκαταλέγω, περιέχω; USER: περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, περιλαμβάνονται, συμπεριλαμβάνουν, περιλαμβάνεται

GT GD C H L M O
information /ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση; USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία

GT GD C H L M O
infrastructure /ˈinfrəˌstrəkCHər/ = NOUN: υποδομή; USER: υποδομή, υποδομής, υποδομών, υποδομές, των υποδομών

GT GD C H L M O
innovation /ˌɪn.əˈveɪ.ʃən/ = NOUN: καινοτομία, νεωτερισμός, ανακαίνιση; USER: καινοτομία, καινοτομίας, την καινοτομία, της καινοτομίας, η καινοτομία

GT GD C H L M O
integrated /ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = ADJECTIVE: ολοκληρωμένος; USER: ενσωματωθεί, ενσωματωμένο, ολοκληρωμένες, ολοκληρωμένη, ενσωματωθούν

GT GD C H L M O
integration /ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = NOUN: ολοκλήρωση; USER: ολοκλήρωση, ολοκλήρωσης, ενσωμάτωση, ένταξη, ένταξης

GT GD C H L M O
intelligence /inˈtelijəns/ = NOUN: νοημοσύνη, εξυπνάδα, πληροφορία, είδηση; USER: νοημοσύνη, εξυπνάδα, νοημοσύνης, ευφυΐα, μυστικών

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
kind /kaɪnd/ = NOUN: είδος, κατηγορία, γένος, ποικιλία, φιλόφρων; ADJECTIVE: καλός, ευγενικός, αγαθός, ευνοϊκός, περιποιητικός; USER: είδος, είδους, το είδος, του είδους, τύπων

GT GD C H L M O
leader /ˈliː.dər/ = NOUN: ηγέτης, καθοδηγητής, πρωτεργάτης, οδηγητής; USER: ηγέτης, ηγέτη, leader, αρχηγός, επικεφαλής

GT GD C H L M O
leaders /ˈliː.dər/ = NOUN: ηγέτης, καθοδηγητής, πρωτεργάτης, οδηγητής; USER: ηγέτες, οι ηγέτες, ηγετών, τους ηγέτες, ηγέτες της

GT GD C H L M O
leadership /ˈliː.də.ʃɪp/ = NOUN: ηγεσία, αρχηγία; USER: ηγεσία, ηγεσίας, την ηγεσία, ηγετική, της ηγεσίας

GT GD C H L M O
learning /ˈlɜː.nɪŋ/ = NOUN: vzdělání, studium, učenost, vědomost; USER: μάθηση, μάθησης, εκμάθηση, εκμάθησης, μαθησιακές, μαθησιακές

GT GD C H L M O
lifecycle /ˈlaɪsənsər/ = USER: κύκλου ζωής, διάρκεια του κύκλου ζωής, του κύκλου ζωής, κύκλο ζωής, τον κύκλο ζωής

GT GD C H L M O
like /laɪk/ = CONJUNCTION: σαν; VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν; ADJECTIVE: όμοιος; ADVERB: καθώς, αφάνταστα; USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η

GT GD C H L M O
limited /ˈlɪm.ɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: περιωρισμένος; USER: περιορισμένη, περιορισμένο, περιορισμένης, περιορισμένες, περιορισμένα, περιορισμένα

GT GD C H L M O
list /lɪst/ = NOUN: λίστα, κατάλογος, κατάσταση, κλίση; VERB: καταγράφω, ακροώμαι, γερνώ, κλίνω; USER: λίστα, κατάλογος, κατάλογο, καταλόγου, λίστας, λίστας

GT GD C H L M O
look /lʊk/ = NOUN: ματιά, βλέμμα, όψη, μορφή, ύφος; VERB: κοιτάζω, φαίνομαι, βλέπω; USER: ματιά, κοιτάζω, κοιτάξτε, βλέμμα, εξετάσουμε, εξετάσουμε

GT GD C H L M O
majority /məˈdʒɒr.ə.ti/ = NOUN: πλειοψηφία, πλειονότητα, πλειονότης, πλειονοψηφία, ενηλικότητα; USER: πλειοψηφία, πλειονότητα, πλειοψηφίας, περισσότερες, περισσότερα

GT GD C H L M O
management /ˈmæn.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: διαχείριση, διεύθυνση, χειρισμός, κουμάντο; USER: διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση, της διαχείρισης, διαχείριση των

GT GD C H L M O
manager /ˈmæn.ɪ.dʒər/ = NOUN: διαχειριστής, διευθυντής; USER: διευθυντής, διαχειριστής, διαχειριστή, διευθυντή, μάνατζερ

GT GD C H L M O
methodology /ˌmeθ.əˈdɒl.ə.dʒi/ = USER: μεθοδολογία, μεθοδολογίας, μεθοδολογία που, τη μεθοδολογία, μέθοδος

GT GD C H L M O
mindset /ˈmaɪnd.set/ = USER: νοοτροπία, νοοτροπίας, τη νοοτροπία, τρόπο σκέψης, σκέψης

GT GD C H L M O
mobile /ˈməʊ.baɪl/ = ADJECTIVE: κινητός, ευκίνητος, σβέλτος; USER: κινητός, κινητό, κινητά, κινητής, κινητών, κινητών

GT GD C H L M O
month /mʌnθ/ = NOUN: μήνας; USER: μήνας, μήνα, μηνός, μηνών, μήνες, μήνες

GT GD C H L M O
most /məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον; ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος; NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα; USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι

GT GD C H L M O
move /muːv/ = NOUN: κίνηση; VERB: κινούμαι, προτείνω, κινώ, μετακινώ, κουνιέμαι, μετατοπίζω, σειέμαι, συγκινώ, μετοικώ; USER: κίνηση, μετακινήσετε, κινηθεί, προχωρήσουμε, κινούνται

GT GD C H L M O
net /net/ = ADVERB: καθαρά; NOUN: δίχτυ, δίκτυο, απόχη, νέτος; ADJECTIVE: καθαρός, χωρίς έκπτωση, εκκαθαρισμένος; VERB: αλιεύω, καθαρίζω, ξεκαθαρίζω, ρίχνω δίχτυ, έχω καθαρό κέρδος, κάνω δίκτυο, ψαρεύω; USER: καθαρά, δίχτυ, καθαρός, δίκτυο, καθαρό

GT GD C H L M O
network /ˈnet.wɜːk/ = NOUN: δίκτυο, δικτύωμα, δικτυωτό; USER: δίκτυο, δικτύου, του δικτύου, δικτύων

GT GD C H L M O
new /njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος; USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες

GT GD C H L M O
not /nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη; USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι

GT GD C H L M O
numerous /ˈnjuː.mə.rəs/ = ADJECTIVE: πολυάριθμος; USER: πολυάριθμες, πολλές, πολυάριθμα, πολλά, πολυάριθμων

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
office /ˈɒf.ɪs/ = NOUN: γραφείο, υπηρεσία, αξίωμα, λειτουργία; USER: γραφείο, αξίωμα, υπηρεσία, γραφείου, γραφείων

GT GD C H L M O
officer /ˈɒf.ɪ.sər/ = NOUN: αξιωματικός, υπάλληλος, λειτουργός, αξιοματούχος; USER: αξιωματικός, υπάλληλος, λειτουργός, διατάκτη, υπάλληλο

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
one /wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις; USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια

GT GD C H L M O
oneself /ˌwʌnˈself/ = PRONOUN: εαυτός; USER: τον εαυτό του, εαυτό του, τον εαυτό, εαυτό, εαυτού

GT GD C H L M O
opportunities /ˌɒp.əˈtjuː.nə.ti/ = NOUN: ευκαιρία, δυνατότητα; USER: ευκαιρίες, ευκαιριών, δυνατότητες, τις ευκαιρίες, ευκαιρίες για, ευκαιρίες για

GT GD C H L M O
or /ɔːr/ = CONJUNCTION: ή; USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την

GT GD C H L M O
organization /ˌɔː.ɡən.aɪˈzeɪ.ʃən/ = NOUN: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, σωματείο; USER: οργάνωση, οργανισμός, διοργάνωση, οργάνωσης, οργανώσεως

GT GD C H L M O
oriented /ˈôrēˌent/ = USER: προσανατολισμένη, προσανατολισμό, προσανατολισμένο, προσανατολισμένες, προσανατολίζεται

GT GD C H L M O
our /aʊər/ = PRONOUN:

GT GD C H L M O
participants /pɑːˈtɪs.ɪ.pənt/ = NOUN: συμμέτοχος, μετέχων, λαμβάνων μέρος; USER: συμμετέχοντες, συμμετεχόντων, οι συμμετέχοντες, τους συμμετέχοντες, των συμμετεχόντων

GT GD C H L M O
passion /ˈpæʃ.ən/ = NOUN: πάθος, παραφορά, σφοδρό αίσθημα, ντέρτι; USER: πάθος, το πάθος, πάθους, μεράκι

GT GD C H L M O
peers /pɪər/ = VERB: κοιτάζω εκ του πλησίον, περιεργάζομαι, προβάλλω, φαίνομαι; USER: συνομηλίκους, συμμαθητές, τους συνομηλίκους, συνομηλίκων, τους συμμαθητές

GT GD C H L M O
people /ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς; VERB: κατοικίζω; USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι

GT GD C H L M O
pipeline /ˈpaɪp.laɪn/ = NOUN: γραμμή σωλήνων, μέσα πληροφορίας; USER: αγωγών, αγωγού, αγωγός, αγωγό, αγωγού φυσικού

GT GD C H L M O
placed /pleɪs/ = VERB: τοποθετώ, θέτω; USER: τοποθετούνται, τοποθετείται, τοποθετηθεί, διατίθενται, τοποθετήθηκε

GT GD C H L M O
platforms /ˈplæt.fɔːm/ = NOUN: πλατφόρμα, εξέδρα, αποβάθρα, πολιτικό πρόγραμμα; USER: πλατφόρμες, πλατφορμών, εξέδρες, πλατφόρμα, πλατφόρμων

GT GD C H L M O
player /ˈpleɪ.ər/ = NOUN: παίχτης; USER: παίχτης, παίκτης, παίκτη, player, αναπαραγωγής, αναπαραγωγής

GT GD C H L M O
portal /ˈpɔː.təl/ = NOUN: πύλη, πυλών; USER: πύλη, portal, πύλης, δικτυακή πύλη, δικό

GT GD C H L M O
potential /pəˈten.ʃəl/ = ADJECTIVE: δυνητικός, ενδεχόμενος; USER: δυνητικός, δυναμικό, δυνατότητες, δυναμικού, δυνατότητα

GT GD C H L M O
previous /ˈpriː.vi.əs/ = ADJECTIVE: προηγούμενος, προγενέστερος, πρότερος, βιαστικός; USER: προηγούμενος, προηγούμενη, προηγούμενο, προηγούμενα, προηγούμενες

GT GD C H L M O
product /ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο; USER: προϊόν, προϊόντος, προϊόντων, των προϊόντων, προϊόντα

GT GD C H L M O
professional /prəˈfeʃ.ən.əl/ = NOUN: επαγγελματίας; ADJECTIVE: επαγγελματικός, εξ επαγγέλματος, επιστημονικός; USER: επαγγελματίας, επαγγελματικός, επαγγελματική, επαγγελματικών, επαγγελματικό

GT GD C H L M O
program /ˈprəʊ.ɡræm/ = NOUN: πρόγραμμα, πρόγραμμα; VERB: προγραμματίζω, προγραμματίζω; USER: πρόγραμμα, προγράμματος, του προγράμματος, το πρόγραμμα, προγραμμάτων

GT GD C H L M O
project /ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα; VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω; USER: σχέδιο, πρόγραμμα, έργου, έργο, σχεδίου

GT GD C H L M O
projects /ˈprɒdʒ.ekt/ = NOUN: σχέδιο, πρόγραμμα; VERB: σχεδιάζω, προεκβάλλω, ρίπτω, εξέχω; USER: έργα, έργων, σχέδια, τα έργα, σχεδίων

GT GD C H L M O
provide /prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ; USER: παρέχουν, παράσχει, παρέχει, παροχή, την παροχή

GT GD C H L M O
provides /prəˈvaɪd/ = VERB: προμηθεύω, εφοδιάζω, προνοώ; USER: παρέχει, προβλέπει, ορίζει, προσφέρει, ™ παρέχει

GT GD C H L M O
purposely /ˈpɜː.pəs.li/ = ADVERB: σκοπίμως; USER: σκοπίμως, σκόπιμα, εσκεμμένα, επίτηδες

GT GD C H L M O
reflect /rɪˈflekt/ = VERB: συλλογίζομαι, αντανακλώ, κατοπτρίζω, ανακάμπτω, αντικαθρεφτίζω; USER: αντικατοπτρίζουν, αντανακλούν, αντικατοπτρίζει, απεικονίζουν, εκφράζουν

GT GD C H L M O
relevant /ˈrel.ə.vənt/ = ADJECTIVE: σχετικός, πρέπων; USER: σχετικές, σχετική, σχετικών, σχετικά, σχετικό

GT GD C H L M O
rotate /rəʊˈteɪt/ = VERB: γυρίζω, περιστρέφομαι, περιστρέφω; USER: περιστροφή, περιστρέψτε, περιστρέφονται, περιστρέφεται, περιστρέψετε

GT GD C H L M O
rotation /rəʊˈteɪ.ʃən/ = NOUN: περιστροφή; USER: περιστροφή, περιστροφής, εναλλαγή, εκ περιτροπής, εναλλαγής

GT GD C H L M O
rotations = NOUN: περιστροφή; USER: περιστροφές, εναλλαγών, περιστροφών, στροφές, εναλλαγές

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
sap /sæp/ = NOUN: χυμός δέντρου, υπόνομος; VERB: υποσκάπτω, υπονομεύω; USER: SAP, σφρίγος, χυμός, ΔΣΣ, το SAP

GT GD C H L M O
science /saɪəns/ = NOUN: επιστήμη; USER: επιστήμη, επιστήμης, της επιστήμης, την επιστήμη, επιστημονικής

GT GD C H L M O
security /sɪˈkjʊə.rɪ.ti/ = NOUN: ασφάλεια, εγγύηση, ασφάλιση, σιγουριά, χρεόγραφο, μετοχή, εγγυητής; USER: ασφάλεια, ασφάλιση, εγγύηση, ασφάλειας, ασφαλείας

GT GD C H L M O
seek /siːk/ = VERB: ζητώ, επιζητώ, αναζητώ κάτι; USER: αναζητήσουν, επιδιώξει, επιδιώκουν, αναζητούν, ζητούν

GT GD C H L M O
seizing /siːz/ = NOUN: κατάσχεση; USER: κατάσχεση, την κατάσχεση, κατάσχεσης, εκμεταλλευόμενες

GT GD C H L M O
senior /ˈsiː.ni.ər/ = ADJECTIVE: αρχαιότερος, γηραιότερος, μεγαλύτερος; NOUN: πρεσβύτερος; USER: αρχαιότερος, ανώτερος, ανώτερων, ανώτερα, ανώτερο

GT GD C H L M O
service /ˈsɜː.vɪs/ = NOUN: υπηρεσία, εξυπηρέτηση, σέρβις, λειτουργία, θητεία; VERB: εξυπηρετώ, υπηρετώ, φροντίζω; USER: υπηρεσία, σέρβις, εξυπηρέτηση, υπηρεσιών, υπηρεσίας

GT GD C H L M O
sets /set/ = NOUN: σκηνικά; USER: σύνολα, σετ, συνόλων, σειρές, ομάδες, ομάδες

GT GD C H L M O
share /ʃeər/ = NOUN: μερίδιο, μετοχή, μερίδα, υνί, μέρος ποσοστό, μετοχή χρηματιστηρίου, ρεφενές; VERB: συμμερίζομαι, μοιράζω, μετέχω; USER: μετοχή, μερίδιο, μεριδίου, το μερίδιο, ποσοστό

GT GD C H L M O
skill /skɪl/ = NOUN: επιδεξιότητα, δεξιοτεχνία, επιτηδειότητα, επιδεξιότης, επιτηδειότης; USER: επιδεξιότητα, δεξιοτεχνία, πλευρά, δεξιοτήτων, ικανότητα

GT GD C H L M O
skills /skɪl/ = NOUN: επιδεξιότητα, δεξιοτεχνία, επιτηδειότητα, επιδεξιότης, επιτηδειότης; USER: δεξιότητες, δεξιοτήτων, ικανότητες, τις δεξιότητες, ικανοτήτων

GT GD C H L M O
solid /ˈsɒl.ɪd/ = ADJECTIVE: στερεός, συμπαγής, ατόφιος, μονόχρωμος, σύσσωμος; NOUN: στέρεο; USER: στερεός, στέρεο, συμπαγής, στερεό, στερεά

GT GD C H L M O
some /səm/ = PRONOUN: μερικοί, κάποιος, τινές, κάμποσος; ADVERB: περίπου; USER: μερικοί, περίπου, κάποιος, μερικά, κάποια, κάποια

GT GD C H L M O
sponsored /ˌɡʌv.ən.məntˈspɒnt.səd/ = VERB: εγγυώμαι, υποστηρίζω; USER: χορηγία, χρηματοδοτείται, χορηγός, αιγίδα, την αιγίδα

GT GD C H L M O
success /səkˈses/ = NOUN: επιτυχία, σουξέ; USER: επιτυχία, επιτυχίας, την επιτυχία, η επιτυχία, επιτυχία της

GT GD C H L M O
support /səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση; VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι; USER: υποστήριξη, υποστηρίζω, στήριξη, υποστηρίξει, την υποστήριξη

GT GD C H L M O
systems /ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος; USER: συστήματα, συστημάτων, τα συστήματα, των συστημάτων, σύστημα

GT GD C H L M O
team /tēm/ = NOUN: ομάδα, ζεύγος ζώων; ADJECTIVE: ομαδικός; USER: ομάδα, ομάδας, Φιλοξενούμενος, την ομάδα, η ομάδα, η ομάδα

GT GD C H L M O
technology /tekˈnɒl.ə.dʒi/ = NOUN: τεχνολογία; USER: τεχνολογία, τεχνολογίας, της τεχνολογίας, την τεχνολογία, τεχνολογιών

GT GD C H L M O
textron

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
they /ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί; USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα

GT GD C H L M O
this /ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος; USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα

GT GD C H L M O
though /ðəʊ/ = CONJUNCTION: αν και, μολονότι, εν τούτοις, καίτοι; USER: αν και, μολονότι, εν τούτοις, αν, όμως

GT GD C H L M O
through /θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με

GT GD C H L M O
throughout /θruːˈaʊt/ = ADVERB: παντού, καθ' ολοκληρίαν, καθ' όλην την διάρκεια, καθ' όλην την έκταση; USER: παντού, όλη, σε όλη, ολόκληρη, σε ολόκληρη, σε ολόκληρη

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
today /təˈdeɪ/ = ADVERB: σήμερα; USER: σήμερα, σημερινή, σημερινό, σήμερα το, σήμερα το

GT GD C H L M O
training /ˈtreɪ.nɪŋ/ = NOUN: εκπαίδευση, προπόνηση, εξάσκηση, γύμναση; USER: εκπαίδευση, προπόνηση, κατάρτισης, κατάρτιση, εκπαίδευσης

GT GD C H L M O
travel /ˈtræv.əl/ = NOUN: ταξίδι, ταξίδιο; VERB: ταξιδεύω; USER: ταξίδι, ταξιδεύω, ταξιδεύουν, ταξιδέψετε, ταξιδέψουν

GT GD C H L M O
true /truː/ = ADJECTIVE: αληθής, πιστός, ακριβής, βέρος; USER: αληθής, αλήθεια, πραγματική, ισχύει, αληθινή, αληθινή

GT GD C H L M O
two /tuː/ = USER: two-, two; USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο

GT GD C H L M O
typical /ˈtɪp.ɪ.kəl/ = ADJECTIVE: τυπικός, χαρακτηριστικός; USER: τυπικός, χαρακτηριστικός, τυπικό, τυπική, τυπικά, τυπικά

GT GD C H L M O
understanding /ˌəndərˈstand/ = NOUN: κατανόηση, αντίληψη, νόηση, συνεννόηση; USER: κατανόηση, κατανόησης, την κατανόηση, η κατανόηση, της κατανόησης

GT GD C H L M O
unit /ˈjuː.nɪt/ = NOUN: μονάδα, μονάς; USER: μονάδα, μονάδας, συσκευή, ενότητα, μονάδες

GT GD C H L M O
units /ˈjuː.nɪt/ = NOUN: μονάδα, μονάς; USER: μονάδες, μονάδων, οι μονάδες, τις μονάδες, μονάδες που

GT GD C H L M O
vital /ˈvaɪ.təl/ = ADJECTIVE: ζωτικός; USER: ζωτικός, ζωτικής σημασίας, ζωτικό, σημαντικό, ζωτική

GT GD C H L M O
vp /ˌviːˈpiː/ = USER: vp, νρ, Αντιπρόεδρος, ΑΠ, Αντιπρόεδρο

GT GD C H L M O
we /wiː/ = PRONOUN: εμείς; USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε

GT GD C H L M O
web /web/ = NOUN: ιστός, μεμβράνη, ύφασμα, υφή; VERB: περιπλέκω, συνυφαίνω; USER: ιστός, Web, διαδίκτυο, στο Web, ιστοσελίδων

GT GD C H L M O
well /wel/ = ADVERB: καλά, καλώς; NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή; ADJECTIVE: υγιής; VERB: αναβλύζω; USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς

GT GD C H L M O
what /wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν; USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια

GT GD C H L M O
which /wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός; USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο

GT GD C H L M O
who /huː/ = PRONOUN: ποιός; USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος

GT GD C H L M O
will /wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη; VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη; USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
working /ˈwɜː.kɪŋ/ = ADJECTIVE: εργαζόμενος; NOUN: τρόπος εργασίας; USER: εργασίας, εργάσιμες, που εργάζονται, εργάζονται, εργάζεται

GT GD C H L M O
years /jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος; USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών

GT GD C H L M O
you /juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ; USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που

GT GD C H L M O
your /jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj; USER: σας, σου, σας για, το, το

208 words